επεξηγώ

επεξηγώ
επεξήγησα, επεξηγήθηκα, επεξηγημένος, μτβ., εξηγώ κάτι καλύτερα, διασαφηνίζω, διαφωτίζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επεξηγώ — επεξηγώ, επεξήγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επεξηγώ — (AM ἐπεξηγῶ, έω) εξηγώ περαιτέρω, διευκρινίζω αρχ. παθ. διηγούμαι, αναπτύσσω επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • διαπορθμεύω — (AM διαπορθμεύω) 1. περνάω απέναντι κάποιον μέσω πορθμού 2. διαπεραιώνω με πλοίο ή βάρκα από τη μία όχθη ποταμού ή λίμνης στην απέναντι ή από την ακτή στο πλοίο και αντιστρόφως αρχ. 1. μτφ. διαβιβάζω, μεταδίδω 2. ανακοινώνω, επεξηγώ 3. μεταφράζω …   Dictionary of Greek

  • διευρύνω — (AM διευρύνω) [ευρύνω] πλαταίνω, διανοίγω, επεκτείνω μσν. αναπτύσσω με λεπτομέρειες, επεξηγώ …   Dictionary of Greek

  • επεκδιδάσκω — ἐπεκδιδάσκω (Α) επεξηγώ …   Dictionary of Greek

  • επεκδιηγούμαι — ἐπεκδιηγοῡμαι, έομαι (AM) επεξηγώ στη συνέχεια, δίνω περαιτέρω εξηγήσεις …   Dictionary of Greek

  • επεξήγημα — το [επεξηγώ] εξήγηση για πληρέστερη κατανόηση, πρόσθετη εξήγηση …   Dictionary of Greek

  • επεξήγηση — η (AM ἐπεξήγησις) [επεξηγώ] 1. διασάφηση 2. ομοιόπτωτος προσδιορισμός (ή επεξηγηματική φράση) ο οποίος καθιστά σαφέστερη και ορίζει ευκρινέστερα μια έννοια που είναι ήδη αρκετά σαφής («ὁ κοινὸς ἰατρὸς θεραπεύσει σε, χρόνος») …   Dictionary of Greek

  • επιδιασαφώ — ἐπιδιασαφῶ, έω (Α) 1. επεξηγώ 2. δηλώνω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δıα σαφώ (< σαφής)]· …   Dictionary of Greek

  • εφερμηνεύω — ἐφερμηνεύω (Α) ερμηνεύω, επεξηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑρμηνεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”